Κάπου προς τα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας με αρχές τούτης, όταν τα φόρα στο διαδίκτυο βρίσκονταν στα πρώτα τους βήματα, «κουβεντιάζαμε» με πάθος μέσω του πληκτρολογίου για ...ρεμπέτικα ζητήματα.
Τότε, λοιπόν, υπήρχαν αρκετά θεματάκια με το ξεκαθάρισμα των νοημάτων στα τραγούδια. Από τη μια μεριά η φυσιολογική άγνοια (ημιμάθεια, πείτε το όπως θέλετε) των άπειρων ρεμπετομανιακών (για εμάς μιλάω) και από την άλλη ο κακός ήχος των αυθεντικών ηχογραφήσεων (όταν υπήρχαν). Την κατάσταση επιδείνωσαν οι επανεκδόσεις σε cd από γνωστούς «συλλέκτες-ερευνητές» με άθλια «επεξεργασία» ήχου που αφαιρούσε τις μισές και πλέον συχνότητες. Καταστροφή και ισοπέδωση! (τουλάχιστον μέχρι την εμφάνιση του Αη-Τσάρλι, ο οποίος έδωσε άλλη διάσταση στο ρεμπέτικο ήχο)
Σήμερα, μπορούμε να δούμε (και ν’ ακούσουμε) τα πράγματα καλύτερα.
Πάμε λοιπόν στους «Λαχανάδες». Πρόκειται για δημιουργία του Βαγγέλη Παπάζογλου, που πρωτοηχογραφήθηκε το 1933 και είναι ένα από κορυφαία και πιο επιτυχημένα ρεμπέτικα τραγούδια, με αμέτρητες επανεκτελέσεις και διασκευές, μέχρι σήμερα.
Υπήρχε πάντα μια συζήτηση, κυρίως μεταξύ των φανατικών του είδους, για την αργκό που χρησιμοποιεί στους στίχους των τραγουδιών ο δημιουργός. Στα πάλκα και στις παρέες η τρίτη στροφή τραγουδιέται:
«Κυρ αστυνόμε μη βαράς γιατί και συ το ξέρεις
πως η δουλειά μας είν’ αυτή και ρέφα μη γυρεύεις».
Υπήρχαν και κάποιοι που έλεγαν «...και ρέστα μη γυρεύεις», αλλά οι ψαγμένοι είχαν αποδεχτεί τη λέξη «ρέφα» ως σωστή. Έτσι άλλωστε έβγαινε και το νόημα, δηλαδή ο μπάτσος να ζητάει μερτικό από τα κλοπιμαία για να κάνει τα «στραβά μάτια».
Είναι όμως έτσι;
Ας πάρουμε τις αυθεντικές ηχογραφήσεις με τη σειρά:
Η Κατίνα Χωματιανού λοιπόν, το 1933, τραγουδάει στην τρίτη στροφή «...και λέφα μη γυρεύεις». Το «λ» ακούγεται αρκετά καθαρά, και σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει «ρ», δηλαδή «ρέφα». Η Χωματιανού ήταν της «σχολής» με τα έντονα «ρο» (κορυφαίος σε αυτό ο Ζ. Κασιμάτης). Για του λόγου το αληθές, ακούστε στην ίδια φράση πώς προφέρει το «γυρεύεις» (γυρρρεύεις!).
Η ηχογράφηση με τον Κ. Ρούκουνα, την επόμενη χρονιά, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Ο μέγας Ρούκουνας προφέρει τέλεια, και το λάμδα, και το ρο, οπότε ακούμε 100% «...και λέφα μη γυρεύεις».
Στην ηχογράφηση με τη Ρόζα (1934) ισχύουν τα εξής: Δεν ακούγεται καθαρά το πρώτο σύμφωνο, δηλαδή δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ότι λέει «λέφα», όμως σε καμία περίπτωση δε λέει «ρέφα», γιατί ισχύει ό,τι είπαμε και για τη Χωματιανού, δηλαδή η Ρόζα έχει ξεκάθαρο «ρο», το οποίο ακούγεται αμέσως παρακάτω (γυρρρεύεις!).
Στην ηχογράφηση με το Στελάκη (1934) ακούγεται «...και λέφα μη γυρεύεις». Τίποτα έντονο, όμως κι εδώ σίγουρα δεν υπάρχει «ρέφα». Το ενδιαφέρον αυτής της ηχογράφησης είναι αλλού (θα το δούμε παρακάτω).
Η μόνη ηχογράφηση όπου ακούγεται η φράση «...και ρέφα μη γυρεύεις» είναι αυτή με τα Πολιτάκια, το 1935. Να σημειωθεί εδώ ότι η ηχογράφηση είναι στην αμερικάνικη Orthophonic και υπάρχει απόσταση από τις πρώτες ηχογραφήσεις, χρονική (ίσως και γεωγραφική).
Η γνώμη μου λοιπόν είναι ότι τους «Λαχανάδες», στην τρίτη στροφή, λέει «...και λέφα μη γυρεύεις».
Όσο κι αν έψαξα, δε βρήκα αυτή τη λέξη. Το μόνο «λέφα» που βρήκα είναι η λευκαδίτικη απόδοση μιας αιμορραγικής ασθένειας των γαϊδουριών (την αναφέρει σ’ ένα ποίημά του και ο Βαλαωρίτης). Να σχετίζεται με αυτό; Δηλαδή «...μη γυρεύεις να “αιμορραγήσω”» μεταφορικά; Δύσκολο...
Στη χειρόγραφη παρτιτούρα του τραγουδιού ο Β. Παπάζογλου έχει γράψει «...και λόγια μη γυρεύεις». Η «εξουσία» ζητάει από το συλληφθέντα να μιλήσει, να «δώσει» άλλους ή έστω πληροφορίες, όχι απαραίτητα από την ίδια υπόθεση, ώτε να έχει ευνοϊκή μεταχείριση (να σημειώσω εδώ ότι ήδη από τη δεκαετία του 1920, αν «έδινες» πολιτικά πρόσωπα, «καθάριζες». Γνωστοί ποινικοί την «έβγαζαν καθαρή» και κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, ακόμα και μετά από φόνο, έχοντας ρουφιανέψει κομμουνιστές. Όσοι τηρούσαν τους κώδικες της μαγκιάς, το απέφευγαν).
Ο «λαχανάς» λοιπόν, λέει στον αστυνόμο «μη μου ζητάς να ρουφιανέψω».
Εδώ λοιπόν κολλάει το «κάλλιο ο θάνατος!», που ακούγεται να φωνάζει κάποιος στην ηχογράφηση του Στελάκη αμέσως μετά το «...και λέφα μη γυρεύεις»! Γιατί για το γνήσιο μάγκα ήταν προτιμότερο να πεθάνει παρά να ρουφιανέψει.
Τι έχει γίνει ακριβώς. δεν είμαι σε θέση να πω. Νομίζω ότι θα πρέπει να ψάξουμε τη λέξη «λέφα» μπας και βρούμε κάτι.
ΥΓ. Η ηχογράφηση με το Στελάκη έχει μια ακόμη ιδιαιτερότητα (την επεσήμανε πρώτος ο Τ. Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη Ανθολογία» του), την 5η στροφή του τραγουδιού:
«Δε μας φοβίζει ο θάνατος
μόν’ μας τρομάζει η πείνα
γι’ αυτό τσιμπούμε λάχανο
και την περνάμε φίνα».
Μεγαλειώδης στίχος από το Βαγγέλη Παπάζογλου, που βάζει μια πραγματικότητα για το ψυχισμό του ανθρώπου, ότι μπροστά στην πείνα τρομάζουν και οι ατρόμητοι!
«Δένει» με την εποχή μας, βλέποντας ανθρώπους δυνατούς να χάνουν την αξιοπρέπειά τους...