Κάθε πρωί πάω στη δουλειά με το αυτοκίνητο, αναγκαστικά, λόγω τόπου διαμονής. Αυτό σημαίνει διαδρομή 13 χιλιομέτρων, διάρκειας 30 έως 60 λεπτών, ανάλογα με το πόσα οχήματα χάλασαν-τράκαραν στην άνοδο του Κηφισού.
Ως γνωστόν, η καλύτερη συντροφιά στο δρόμο (κι όχι μόνο) είναι το ραδιόφωνο. Μέχρι τώρα άκουγα έναν αθλητικό ραδιοσταθμό, με πρωινές εκπομπές που είχαν κάποιες δόσεις χιούμορ και αρκετό χαβαλέ, απαραίτητες προϋποθέσεις για ν’ αντέξεις τον εκνευρισμό που προκαλούν οι αμέτρητοι Σουμάχερ, Χάμιλτον, Λεμπ και Βατάνεν (για τους παλιούς!) που κυκλοφορούν στους ελληνικούς δρόμους. Πριν από λίγο καιρό ο σταθμός πέρασε στα χέρια του Αλαφούζου και …ΣΚΑΪοποιήθηκε. Έκανα μια προσπάθεια να «παραμείνω συντονισμένος», όμως οι περισσότεροι παραγωγοί άρχισαν σιγά-σιγά να την κάνουν, ενώ τα θέματα των πρωινάδικων εκπομπών περιορίστηκαν σε «κριτική» των ριάλιτι της προηγούμενης βραδιάς και σε ανάγνωση «πικάντικων» ειδήσεων(;) που αφορούν κυρίως πεινασμένους μπανιστηριτζήδες. Ως εκ τούτου, αναγκάστηκα να μετακινήσω τη «βελόνα» μου σε άλλα χωράφια, πηδώντας από συχνότητα σε συχνότητα, κυρίως μουσικές.
Δε λέω ότι ανακάλυψα κάτι τρομερό, αλλά τουλάχιστον κατάφερνα να αποτραβώ τα αφτιά μου από τις κόρνες και τις χριστοπαναγίες που πέφτουν γύρω μου. Όμως οι ραδιοφωνατζήδες (ακριβέστερα, το pc που διαλέγει τραγούδια, γιατί οι ραδιοσταθμοί λειτουργούν σχεδόν χωρίς ανθρώπους) μού την είχαν στημένη:
Μπαίνουν κοντραμπάσο και κιθάρα (αλα Django), έπειτα το βιολί (ο Grappelli ντε!) κι αρχίζουν να με ζώνουν φίδια. Λες; Η φωνή που ακολουθεί επιβεβαιώνει τους φόβους μου: «Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει…». Και τι φωνή! Μελιστάλαχτη, παχνιδιάρα γυναικεία φωνή, που σε καλεί να λικνιστείς, να ξεφαντώσεις!
Η μουσική, το όλο ύφος ενός τραγουδιού, ο τρόπος εκτέλεσης, σε βοηθούν πάντα στην καλύτερη κατανόηση των στίχων, για να νιώσεις κι εσύ «τι θέλει να πει ο ποιητής». Αρχίζω λοιπόν και μπαίνω στο νόημα:
Η τύπισσα έχει κατεβάσει το κοκτέιλ της κι έχει δώσει το ποτήρι στον μπάρμαν να της το ξαναγεμίσει. Όμως ο μπάρμαν, που μέχρι τώρα φλερτάριζε μαζί της, ζαχαρώνει μια ξανθιά στην άλλη μεριά της μπάρας και καθυστερεί. «Πού είναι επιτέλους το ποτό μου;» αναρωτιέται η τύπισσα. Και ο ποιητής την συμβουλεύει: «…κάνε λιγάκι υπομονή»…
Είναι τόσο δύσκολο κοπέλα μου ν’ ακούσεις τους στίχους; Έπρεπε να σου γράψει ο Βλάχος «min apelpizese k de 8a argisi»; Για πόνο μιλάει το τραγούδι! Για τον πόνο του χωρισμού. Για τον πόνο μιας γυναίκας που την χώρισαν απ’ τον αγαπημένο της! Και άντε, είσαι ανυποψίαστη και δεν παίρνεις χαμπάρι ότι το τραγούδι μιλάει για φυλακές κι εξορίες. Για τη μετανάστευση δεν έχεις ακούσεις τίποτα; Ούτε καν σήμερα, που φεύγουν (και πάλι) οι γείτονες και οι φίλοι σου για μεροκάματο στα Βέλγια και στις Γερμανίες; Γιατί χαίρεσαι;
Εκ των υστέρων, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, έμαθα ότι η συγκεκριμένη εκτέλεση-διασκευή ανήκει στο συγκρότημα «Gadjo Dilo». Πέτυχα μάλιστα και μια συνέντευξή τους όπου μεταξύ άλλων δηλώνουν: «To swing δεν ήταν κι ούτε είναι μόνο ανέμελο!».
Σοβαρά; Τότε γιατί το κάνετε να φαίνεται έτσι;
Και παρακάτω: «Η δύναμη της τέχνης είναι ο μετασχηματισμός μιας άσχημης κατάστασης, ενός αρνητικού γεγονότος, σε κάτι όμορφο!».
Ποιος μέγας φιλόσοφος έβγαλε αυτό το τεράστιο συμπέρασμα;
Είναι βλέπεις και το σουίνγκ στη μέση, που επιδεινώνει την κατάσταση. Είναι πάλι μόδα. Θα μου πεις: είναι κακό; Όχι βέβαια! Γούστα είναι αυτά. Χώρια που σουίνγκ έπαιξαν μερικοί από τους κορυφαίους μουσικούς όλων των εποχών. Αλλά εδώ δε μιλάμε για τον Benny Goodman. Μιλάμε για κάποιους με μικρό ως μηδενικό έργο, που εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να γίνουν γνωστοί πατώντας πάνω σε αριστουργήματα άλλων.
Να μην παρεξηγηθώ:
Ο Μανώλης Χιώτης επηρεάστηκε –και μάλιστα πολύ– από τον Django Reinhardt. Μέχρι που τον μιμήθηκε στο ντύσιμο και στο …ξύρισμα. Αλλά μέχρι εκεί. Έγραψε το «Για κοίτα μια γυναίκα», το «Εσύ ’σαι η αιτία που υποφέρω», δεν έπαιξε το «Minor swing» σε καρσιλαμά!
Θα μου πεις: «τι συγκρίνεις τώρα; Ένα τέρας έμπνευσης σαν το Χιώτη, με σημερινούς …ανύπαρκτους». Όχι, δε με απασχολεί η σύγκριση. Μιλάω για τη διαφορά μεταξύ δημιουργού και …διασκευαστή που δεν έχει εμπνευστεί ούτε μια φράση.
Ισχύει και σήμερα. Είναι άλλο, π.χ., ο Μαραβέγιας (αρέσει, δεν αρέσει, δεν έχει σημασία) που γράφει και σουίνγκ, που μπορεί κάποια στιγμή να διασκευάσει ένα τραγούδι, να πάρει μια ιδέα που προϋπήρχε, να ψάξει μια «…γυναίκα να σου μοιάζει». Και είναι άλλο να πλασάρεται ως δημιουργός κάποιος που, ενώ δεν έχει γράψει μισό τραγούδι, τολμάει να παίρνει παλιά αριστουργήματα για να τα …διασκευάσει.
Ας κλείσουμε με το σουίνγκ. Εννοείται ότι δε μ’ ενοχλεί σαν είδος. Μ’ ενοχλεί όμως ο τρόπος που το κάνουν με το ζόρι μόδα. Πέφτω πάνω σε άρθρο γνωστής ιστοσελίδας αναφορικά με το «τι πρέπει να ξέρεις για το σουίνγκ»: Τα μαλλιά, τα ρούχα, τα παπούτσια, από πού θα τ’ αγοράσεις, το βιβλίο (ένα βιβλίο διάβασε η αρθρογράφος, άρα ένα υπάρχει!), τα βίντεο… Για τη μουσική, για το τι ν’ ακούσεις, για κανα δισκάκι, κανα ονοματάκι (εκτός από τον Goodman που τον αναφέραμε στην αρχή), τίποτα! Αυτό είναι το σουίνγκ που προτείνουν. Η «δηθενιά» σε όλο της το μεγαλείο!
Υπάρχει ένα γενικότερο θέμα με τις διασκευές.
Καταρχήν, το να αυτοσχεδιάσεις πάνω στη σκηνή, στο πάλκο και να «πειράξεις» ένα τραγούδι, δεν είναι το ίδιο με το να κάνεις παραγωγή διασκευών. Όπως άλλο είναι να βγάζεις ένα άλμπουμ με 11 δικά σου τραγούδια και μια διασκευή, κι άλλο να διασκευάζεις 11 τραγούδια άλλων δημιουργών δίπλα σε μια δική σου δημιουργία.
Όμως το σημαντικότερο είναι πως όταν καταπιάνεσαι με αριστουργήματα πρέπει να είσαι προσεκτικός, να μπορείς να σεβαστείς το δημιούργημα, κάτι που απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες. Ο Χατζιδάκις στα «Λειτουργικά» κάθισε στο πιάνο κι έβαλε τη Φλέρυ Νταντωνάκη να πει το «Άνοιξε γιατί δεν αντέχω», δίνοντας μας τη δυνατότητα ν’ ακούσουμε μια μεγάλη φωνή σε λαϊκές δημιουργίες. Μα αυτός είχε τις ικανότητες του …Χατζιδάκι. Σε σχέση με τον Παπαϊωάννου είχε τη δική του ενορχηστρωτική ματιά. Αυτό είναι διασκευή. Ανάλογη του ταλέντου του Χατζηδάκι. Πετυχημένη ή όχι, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Στο κάτω-κάτω, ο Χατζιδάκις έχει «αποκτήσει δικαιώματα» σε σχέση με το λαϊκό τραγούδι, δίνοντας διαλέξεις υπέρ του από το 1949 και κυρίως γράφοντας τραγούδια όπως το «Είμ’ αητός χωρίς φτερά» με τον Μπθικώτση, ο «Γκρεμός» με το ρεμπέτη Ορφέα Κρεούζη κ.ά.
Εσύ, μικρέ, πού πας;
Υπάρχει πάντα και η περίπτωση του «καλαμιού». Άμα το ’χεις καβαλήσει, νομίζεις ότι με τη διασκευή σου κάνεις τον Τσιτσάνη καλύτερο. Σαν τα ριμέικ των ταινιών. Αναρωτιέσαι: Τι πρόσθεσε ο Πέτρος Φιλιππίδης στην ερμηνεία του Κώστα Χατζηχρήστου και ξαναγυρίστηκε ο «Ηλίας του 16ου»;
Μου λένε ότι τα νέα παιδιά θ’ ακούσουν «Ακρογιαλιές δειλινά» από τους Imam Baildi (τυχαίο το παράδειγμα) και θα μάθουν τη Στέλλα Χασκίλ… Αν ο κάθε «νεωτερισμός» βασίζεται στο «ουδέν κακό αμιγές καλού», θά ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα.
Είναι μουσικό ζήτημα;
Ποτέ δεν είναι μόνο μουσικό το ζήτημα. Εμένα πάει το μυαλό μου κι αλλού. Τη δεκαετία του ’50, όταν οι φυλακές και τα ξερονήσια γέμιζαν από μελλοθάνατους ή από τους «υπό συμμόρφωση» επικίνδυνους πολίτες, όταν το δουλικό μετεμφυλιακό καθεστώς της Ελλάδας τιμωρούσε τους μισούς της κατοίκους κι έστελνε ένα σωρό άλλους στην αλλοδαπή για να επανδρώσει τα εργοστάσια «συμμάχων» κι εχθρών, το λεγόμενο ελαφρό μας τραγούδι (όπου συγκαταλεγόταν και η ελληνική έκφραση του σουίνγκ) τραγουδούσε μόνο για «φρου-φρου κι αρώματα». Σαν να μην είχε κανείς απ’ τους «ελαφρούς» ένα παράθυρο να κοιτάξει γύρω του! Αντίθετα, οι λαϊκοί δημιουργοί έγραφαν τραγούδια μέσ’ στη μαύρη απελπισία.
Για παράδειγμα, στη «His Master's Voice» το 1953, όταν ο Γ. Μητσάκης ηχογραφούσε το «Είναι όλα μαύρα» με τον Καζαντζίδη, ο Γ. Τατασόπουλος το «Είναι βαρύς ο πόνος μου» με τον Τσαουσάκη, ο Απ. Καλδάρας το «Φτωχόπαιδο» με το Ρουμελιώτη, τις ίδιες περίπου μέρες (με βάση τους αριθμούς μήτρας των ηχογραφήσεων) η Σοφία Βέμπο ηχογραφούσε το «Μπλουμ-μπλουμ και πλίτσι-πλίτσι», η Μάγια Μελάγια το «Τραλαλα» και ο Νίκος Γούναρης το «Πλαφ και πλουφ»… Δεν κάνω πλάκα, αυτοί είναι οι τίτλοι των τραγουδιών! Και ανάλογο βέβαια το περιεχόμενό τους.
Σήμερα, με ανεργία, μετανάστευση, εξαθλίωση, με ένταση του λαϊκισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, με κοινωνικά προβλήματα που νομίζαμε ότι ανήκαν στο μακρινό παρελθόν, κάποιοι μας προτρέπουν να το ρίξουμε στο χορό. Όλα σουίνγκ! Όμως, όπως λέει κι ένας φίλος δεξιοτέχνης μπουζουξής: «Πόσο σουίνγκ ν’ αντέξεις;