Να μη γράψω μια απ’ ίδια, να μην επαναλάβω βιογραφίες, αγιογραφίες κλπ., παρά μόνο κάποιες σκόρπιες σκέψεις μου γι’ αυτή τη μεγάλη προσωπικότητα, προσπαθώντας όσο μπορώ να είμαι αντικειμενικός, πράγμα κομματάκι δύσκολο για ένα λάτρη του μπουζουκιού.
Οι αντιφάσεις
Το ευρύ κοινό γνωρίζει το Χιώτη όπως τον παρουσίαζαν οι ταινίες: Ντυμένο σαν τους ματσωμένους φλούφληδες που στις ίδιες ταινίες είχαν ονόματα όπως Λέλος, Ντίμης κ.ά. Και ο ίδιος μοιάζει να φέρεται έτσι. Αν σου ζήταγαν να τον εντάξεις σε μια «κινηματογραφική» παρέα, θα τον έβαζες δίπλα στον Καλλιβωκά! Αποκλείεται να τον θεωρούσες κολλητό του Φέρμα ή του Προύσαλη...
Ωστόσο, πέρα από την πλάκα, ο Χιώτης στην πραγματικότητα ήταν αυτό που οι παλιοί ονόμαζαν βαρύμαγκας. Γεννημένος και μεγαλωμένος ανάμεσα σε ανθρώπους του περιθωρίου, του υποκόσμου. Ο πατέρας του ο Διαμαντής δολοφονήθηκε σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Όλοι στο χώρο του, αυτοί που τον γνώριζαν καλύτερα απ’ όλους, μιλούν για ένα μάγκα. Και στις εξηγήσεις, αλλά και στο φέρσιμο. Αν γινόταν, λέει, τσαμπουκάς στο μαγαζί, ο Χιώτης... έφτανε πριν από τους μπράβους! Ο Τάκης Μπίνης μού είπε ότι ο Χιώτης σχεδόν πάντα οπλοφορούσε! Προς τι αυτή η αντίφαση; Οι κουστουμιές ήταν απλά κάλυψη;
Μάλλον όχι. Αν τα συνδυάσουμε με το μόνιμο «άγχος» του Χιώτη να «φέρει το μπουζούκι στα σαλόνια», με το εμετικό «όλοι το ίδιο είμαστε... λαός και Κολωνάκι», αν δούμε και τη δημιουργική του τάση να τραγουδάει με τη Νινέτ Λαβάρ «δεν κλείνω μάτι και δεν κοιμάμαι» σ’ ένα πανάλαφρο χαζοτράγουδο από τη μια μεριά του δίσκου, κι από την άλλη μεριά να βάζει τον Αγγελόπουλο να σπαράζει «πολλά τα βάσανά μου, βαριές οι συμφορές, ανάποδα τα ζάρια και σκάρτες οι ζαριές», τότε «αχνοφαίνεται» το κόμπλεξ του λούμπεν απέναντι στην άρχουσα τάξη και η επιθυμία του να χαριεντιστεί τουλάχιστον μαζί της και ό,τι προκύψει, αφού ενδόμυχα ξέρει ότι δύσκολα θα γίνει ένα μ’ αυτήν. Και για μη γίνομαι άδικος, δεν ήταν μόνο ο Χιώτης που είχε τέτοιο κόμπλεξ.
Το τετράχορδο
Ναι, πάλι γι’ αυτό. Γιατί συνεχίζω ν’ ακούω αηδίες για την καταγωγή του, την κατασκευή του, τη χρησιμότητά του...
Πάμε απ’ την αρχή. Το μπουζούκι ήταν τρίχορδο (εξάχορδο) όργανο, τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα, απ’ όπου έχουμε και χειροπιαστές αποδείξεις. Κουρδιζόταν με διάφορους τρόπους, μέχρι να καταλήξει στο κλασικό (πλέον) Ρε-Λα-Ρε, στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Αρχικά είχε ξύλινα κλειδιά, όπως ο ταμπουράς, ενώ στη συνέχεια «δανείστηκε» τα κλειδιά του μαντολίνου, που όμως είναι οχτώ. Οι οργανοποιοί δεν κάθισαν να κόψουν την κλειδιέρα, αλλά προτίμησαν να την αφήσουν ως είχε, κερδίζοντας και δυο ...ανταλλακτικά κλειδιά.
Κάποιοι, εκμεταλλευόμενοι τα επιπλέον κλειδιά, πρόσθεσαν μια Λα μπουργάνα πάνω. Ο Γ. Ζαμπέτας αναφέρει ότι τέτοια μπουζούκια χρησιμοποιούσαν οι πιο «ελαφροί» Αθηναίοι μπουζουξήδες. Τέτοιο τετράχορδο κρατούσε και ο Γιώργος Σκούρτης (ο Τυπογράφος), ένας απ’ τους γνωστότερους μπουζουξήδες της δεκαετίας του 1920. Κάποιοι άλλοι πρόσθεσαν μία ακόμη Ρε δίπλα στην μπουργάνα πάνω για να έχουν καλύτερες «ανοιχτές». Ο Γιάννης Σταματίου (Σπόρος) μου είχε πει ότι μικρός είχε δει αρκετά μπουζούκια με τρεις Ρε πάνω, αλλά και μερικά που είχαν και τρεις Λα στη μέση! Μιλάμε δηλαδή για επτάχορδα ή οκτάχορδα μπουζούκια, με τρεις όμως φωνές. Μεταπολεμικά ο Χιώτης είχε την εξής ιδέα: Ένα τετράχορδο μπουζούκι, κουρδισμένο όπως η κιθάρα αλλά σε Ρε (Ρε-Λα-Φα-Ντο). Οκτώ διπλές χορδές, τέσσερις διαφορετικές φωνές.
Η κατασκευή αυτή έγινε το 1955 στο οργανοποιείο των αφων Παναγή (συνέντευξη Μ. Χιώτη στην εφημερίδα «Εμπρός», 9.9.1961). Το μπουζούκι αυτό είναι πατέντα του Χιώτη και των αφων Παναγή, γιατί δεν πρόκειται μόνο για το κούρδισμα. Χρειάστηκε να γίνει πιο πλατιά η ταστιέρα, να «γεμίσει» με πιο πολύ ξύλο η όλη κατασκευή, αφού οι δυνάμεις που ασκούνταν πάνω στο όργανο ήταν τουλάχιστον κατά 25% μεγαλύτερες. Στη δισκογραφία ο Χιώτης ηχογραφεί για πρώτη φορά με το τετράχορδο μπουζούκι το Νοέμβρη του 1957. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις ηχογραφήσεις των τραγουδιών «Αφού το θες» και «Οι φωτογραφίες» και τα δύο με τη Γιώτα Λύδια.
Συμπτώσεις
Ο Μανώλης Χιώτης γεννήθηκε στις 21 Μάρτη του 1920 και πέθανε λίγες ώρες πριν γιορτάσει τα 50τά γενέθλιά του, το βράδυ της 20ής Μάρτη του 1970. Το απόγευμα της ίδιας μέρας συνέβη ένα ακόμη περιστατικό. Αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης:
«…Γνώριζε πως είμαι κλεισμένος στο στρατόπεδο, όπως γνώριζε και ότι η μουσική μου ήταν απαγορευμένη. Εν τούτοις ήρθε με δυο-τρεις φίλους του στον μώλο που βρίσκεται 100-150 μέτρα μακριά και βαδίζοντας τραγουδούσαν όλοι μαζί γυρισμένοι προς εμάς, για να τους ακούσουμε…
Αμέσως βγαίνω έξω και πάω στο συρματόπλεγμα για να ακούσω και να δω. Πράγματι ήταν το «Ροδόσταμο». Σιγά-σιγά μαζεύτηκαν κι άλλοι κρατούμενοι…
Βγήκαν και οι χωροφύλακες και κάποιος βαθμοφόρος φάνηκε στον μώλο για να τους συλλάβει. Φαίνεται, όμως, ότι μόλις γνώρισε τον Χιώτη, κάτι τους είπε και γύρισε πίσω…
Την άλλη μέρα διαβάσαμε την τραγική είδηση στις εφημερίδες: “Χθες το απόγευμα και ώρα τάδε ο Μανώλης Χιώτης άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στον Ωρωπό”…».
Ακριβώς εννιά χρόνια πριν, στις 20 Μάρτη του 1961, στο θέατρο «Κεντρικόν», γίνεται η –πρώτη του είδους– συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη με την ορχήστρα του ΕΙΡ (σημερινή ΕΡΤ) υπό τη διεύθυνση του συνθέτη και τραγουδιστές τους Μαίρη Λίντα, Καζαντζίδη, Μαρινέλα, Μπιθικώτση και τον Τέρη Χρυσό – με αυτή τη σειρά τους παρουσίασε στη συναυλία η Μάρω Κοντού. Σολίστ στο μπουζούκι ήταν ο Μανώλης Χιώτης, ενώ σε δύο τραγούδια έπαιξε πιάνο ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήταν πρώτη φορά συναντήθηκαν σε τέτοιο χώρο οι κλασικοί συνθέτες και η συμφωνική ορχήστρα με τους λαϊκούς τραγουδιστές και το μπουζούκι. Όσο κι αν σήμερα δε φαίνεται σαν ιδιαίτερη πρωτοτυπία, σκεφτείτε ότι τότε αυτά τα πράγματα ήταν τόσο παράταιρα που ο Μπιθικώτσης δεν κατάφερε να τελειώσει τη συναυλία και σχεδόν κατέρρευσε από το άγχος.
«Ήρθε και με βρήκε (σ.σ. το καλοκαίρι του 1960) μαζί με εκπροσώπους της Columbia και μου ζήτησε να παίξω στον Επιτάφιό του. Στην αρχή αρνήθηκα, όμως, όταν άκουσα τη μουσική του, όχι μόνο δέχτηκα αλλά και μετάνιωσα γιατί αρνήθηκα. Ο Θεοδωράκης είναι μεγαλοφυΐα. Συνειδητοποίησε στην πιο κατάλληλη στιγμή, την έκφραση του λαϊκού μας τραγουδιού και την απέδωσε».
Οκτώ μήνες αργότερα όμως, στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εμπρός» αμολάει και μια μπηχτή:
«Άλλωστε είδατε ότι οι κλασικοί μας συνθέται, υποτίθεται (!!!) ότι γράψανε λαϊκή μουσική, στην εκτέλεσι μεταχειρίσθησαν τα μπουζούκια και ειδικά εμένα».
Δυο ιστοριούλες...
Η πρώτη από αφήγηση του Γιώργου Κοντογιάννη:
Έχει πάει επίσκεψη στο σπίτι του Βασίλη Τσιτσάνη ο Γιώργος και τον βλέπει να περιποιείται με τελετουργικό τρόπο ένα μπουζούκι που κρέμεται στον τοίχο.
– Ποιανού είναι αυτό το μπουζούκι; ρωτάει ο Γιώργος, που δεν το είχε ξαναδεί.
– Του Μανώλη, απαντάει ο Τσιτσάνης.
– Ποιου Μανώλη; ρωτάει ο Γιώργος χωρίς να το καλοσκεφτεί.
Ο Τσιτσάνης πετάχτηκε απάνω έξαλλος σαν να τον έβρισαν:
– Ποιου Μανώλη ρε βλάκα; Ένας είναι ο Μανώλης!
Η δεύτερη από αφήγηση του Γιάννη «Σπόρου» Σταματίου:
«Ο Μανώλης είχε την καρδιά του ραγισμένη! Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είχε πάει να κάνει εξετάσεις και οι γιατροί του είπαν τα ...καθέκαστα. Μέχρι τότε κάπνιζε κανα πακέτο τσιγάρα κι έπινε δυο-τρία ουίσκια. Μόλις έμαθε πως έχει πρόβλημα, άρχισε να καπνίζει τρία πακέτα τσιγάρα και να θέλει ένα μπουκάλι στην καθισιά. Ο Μανώλης δεν πέθανε. Αυτοκτόνησε!».
...κι ένας «αστικός μύθος»
Περιφέρεται σαν ...κατάρα στο διαδίκτυο. Αναπαράγεται ασταμάτητα από εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές (την έχω κάνει κι εγώ την παπαριά στα νιάτα μου), το ’χουν δηλώσει δημόσια δεκάδες άσχετοι και σχετικοί, δυστυχώς και κάποιοι άνθρωποι που τους έχω σε μεγάλη εκτίμηση: «Ο Τζίμι Χέντριξ είπε ότι ο Χιώτης είναι καλύτερος απ’ αυτόν»...
Ακούγεται πιασάρικο και γίνεται αμέσως θέμα. Όποιος το ακούει σκέφτεται πως θα ήταν πολύ μεγάλο ψέμα αν ήταν ψέμα, άρα... δεν είναι ψέμα. Και το αναπαράγει.
Κάποια απόδειξη παρακαλώ; Κάποια έστω μικρή έρευνα ώστε να τσεκάρουμε το θέμα; Σιγά μη...
Ας πάμε στην ουσία.
Ο «μύθος» λοιπόν λέει ότι ο Χιώτης και ο Χέντριξ γνωρίστηκαν στις ΗΠΑ, στο Σικάγο όπου έπαιζαν σε διπλανά μαγαζιά ή στη Νέα Υόρκη όπου ο Χέντριξ πήγαινε στο μαγαζί του Χιώτη να τον ακούσει. Πότε όλα αυτά; Προφανώς κάπου στο διάστημα 1964-1968, κατά την τελευταία και πιο μακρόχρονη βόλτα του Χιώτη στην Αμερική.
Το 1964 ο Χέντριξ ήταν στη Νάσβιλ. Το 1965 πήγε στη Νέα Υόρκη. Έφτιαξε ένα γκρουπάκι, δούλεψε μ’ αυτό στο Χάρλεμ, έκανε και μια ηχογράφηση που πήγε ...άπατη και διάλυσε το γκρουπάκι. Κατόπιν έπιασε δουλειά στο συγκρότημα του Little Richard απ’ όπου λίγο μετά απολύθηκε κι ύστερα πήγε για οντισιόν σ’ ένα μάνατζερ των Rolling Stones από τον οποίο απορρίφθηκε. Απ’ ό,τι καταλάβατε, το διάστημα 1964-1966 ο Χέντριξ μόνο γνωστός δεν ήταν. Κανείς δεν πίστευε σ’ αυτόν και κανέναν δεν επηρέαζε. Πολύ καλά λοιπόν έκανε και το Σεπτέμβρη του 1966 την κοπάνησε και πήγε μετανάστης, όχι στου Βελγίου τις στοές, αλλά στις παμπ του Λονδίνου. Εκεί έφτιαξε το γκρουπ «The Jimi Hendrix Experience» και στα τέλη της χρονιάς ηχογράφησε το «Hey Joe» που έφτασε στο Νο6 των Βρετανών. Παρά την επιτυχία στη Μ. Βρετανία, ο Χέντριξ παρέμενε άσημος στις ΗΠΑ μέχρι τον Ιούνη του 1967 όταν πήγε και τρέλανε τους Αμερικανούς στο Monterey International Pop Festival. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Από τότε λοιπόν ο Χέντριξ είναι διάσημος.
Η μοναδική «πρωτογενής» πληροφορία για τη συνάντηση Χιώτη - Χέντριξ είναι η μαρτυρία της Μαίρης Λίντα, η οποία δήλωσε ότι ο Χέντριξ ερχόταν στο μαγαζί που δούλευαν στην 8th avenue και κουβέντιαζαν ώρες με το Χιώτη για τη μουσική... Προφανώς μιλάει για έναν άσημο Αφροαμερικανό μουσικό που –του επέτρεπαν και– πήγαινε σε ελληνικό μαγαζί και κουβέντιαζε με το Χιώτη! Γιατί όταν ο Χέντριξ έγινε διάσημος, η κυρία Λίντα ήταν τουλάχιστον ένα χρόνο χωρισμένη με το Χιώτη. Αλλά πες, πες, πες... στο τέλος το πιστεύεις κι εσύ. Φτάνει πια με αυτή την μπούρδα! Δυο κοινά είχαν Χιώτης και Χέντριξ: Ότι ήταν και οι δύο κορυφαίοι σε αυτό που έκαναν και ότι το 1970 γλίτωσαν και οι δύο απ’ όλες τις μπούρδες αυτού του μάταιου κόσμου.
* Ο τίτλος του κειμένου είναι κλεμμένος από λεζάντα του Κ. Χατζηδουλή κάτω από μια φωτογραφία του Χιώτη.