Έχω την τύχη να γνωρίζω προσωπικά το Νίκο Τατασόπουλο πάνω από μια δεκαετία. Έτσι, μια συνέντευξη μαζί του είναι ουσιαστικά μια ακόμη κουβέντα, μέρος μιας συζήτησης που έχουμε ανοίξει από καιρό και αφορά το μπουζούκι, το λαϊκό τραγούδι και τους ανθρώπους του γενικότερα.

Πότε πρωτόπιασες το μπουζούκι;
Μπουζούκι υπήρχε από …κούνια. Και μπαγλαμάς και τα λοιπά. Να παίζω ξεκίνησα σε ηλικία τριών χρόνων. Μού ’δειχνε ο πατέρας μου ασκήσεις και τραγούδια και τα έπαιζα. Μάλιστα, σ’ αυτή την ηλικία ανέβηκα και στο πάλκο...
Σε μαγαζί;;;
Ναι, πρωτοανέβηκα στο «Scirocco» στη Βαλτιμόρη και ύστερα για δεκατέσσερα χρόνια στο «Astor» στην Ουάσιγκτον… Ήμουν πολύ δεμένος με τον πατέρα μου. Όταν λοιπόν έφευγε το βράδυ για δουλειά, εγώ στο σπίτι έκανα …χαμό. Του λέει κάποια στιγμή η μάνα μου: «Δεν τον παίρνεις μαζί κανα βράδυ να ξεδώσει;». Κι έτσι σιγά-σιγά καθιερώθηκε να πηγαίνω μια-δυο φορές τη βδομάδα. Μη φανταστείς τώρα… Έβγαινα κι έπαιζα δυο-τρία τραγούδια.

Σαν επαγγελματίας πότε ανέβηκες στο πάλκο;
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου μπήκε στο νοσοκομείο κι έκανε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Πήγα λοιπόν εγώ για ένα μικρό διάστημα στη θέση του κι έπαιζα όλο το πρόγραμμα.
Σε τι ηλικία;
Ήμουν δέκα χρονών...
Πρώτο μπουζούκι;
Το μόνο μπουζούκι. Το δύσκολο ήταν ότι δεν παίζαμε μόνο Ελληνικά, παίζαμε όμως διεθνές ρεπερτόριο. Σπανιόλικα, ιταλικά, αμερικάνικα, τα πάντα. Είχαμε δυο τραγουδιστές και δυο χορεύτριες, για τις οποίες παίζαμε και πολλά δύσκολα θέματα οριεντάλ.
Σαν τις ορχήστρες που έπαιζε ο Σπόρος στα καζίνα...
Όχι, ήταν ορχήστρες με πολύ λίγα όργανα. Συνήθως ήταν μπουζούκι, πλήκτρα και τύμπανα. Καμιά φορά είχαμε κιθάρα, κάποια στιγμή είχαμε και κλαρίνο.
Δεύτερα μπουζούκια έπαιζαν;
Σπανιότατα! Εγώ πήγα κι έπαιζα δεύτερο μπουζούκι στον πατέρα μου. Παλιότερα υπήρξαν μερικές φορές δεύτερα μπουζούκια στην ορχήστρα του πατέρα μου. Ας πούμε, όταν ήμουν πολύ μικρός, θυμάμαι το Σπύρο Ευσταθίου να παίζει. Γνωρίζονταν με τον πατέρα μου από την εποχή της «Πίνδου» του Αλεξανδριανού. Επίσης θυμάμαι και τον Τάκη Δημητρίου, που ήταν γνωστός στην Αμερική.

Πώς έβλεπες την ενασχόλησή σου με τη μουσική;
Είχα από μικρός αποφασίσει ότι θα γινόμουν μουσικός. Το έλυσα νωρίς αυτό το θέμα.
Σπουδές στη μουσική έκανες;
Μου έκανε μαθήματα ο πατέρας μου...
Και θεωρία;
Δεν ήξερε να διαβάζει νότες. Λίγοι ήταν αυτοί που ήξεραν. Ο Λεμονόπουλος, ο Δερβενιώτης και μερικοί ακόμη, δεν ήταν πολλοί.
Σε σχολές μουσικής πήγες;
Κι εγώ δεν ξέρω πόσους δασκάλους άλλαξα στο πιάνο! Ίσως επειδή ουσιαστικά μου το επέβαλαν. Έτσι νομίζω ότι γίνεται με όλα τα παιδιά. Όταν τους επιβάλλουν ένα όργανο, δημιουργείται μια αρνητική κατάσταση. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή καταστάλαξα σ’ ένα δάσκαλο κι έκανα τεσσεράμισι χρόνια πιάνο.

Έμαθες πιάνο;
Ήμουν σ’ ένα σχετικά καλό επίπεδο, αλλά το παράτησα, δεν ξανασχολήθηκα από τότε. Πήγα και βιολί για ...δυο μαθήματα. Δεν κάθισα, παρότι μ’ αρέσει πολύ αυτό το όργανο, όμως εγώ ήθελα να μάθω μπουζούκι. Θεωρητικά, δεν έκανα ιδιαίτερα. Έτσι κι αλλιώς στο Λύκειο κάναμε θεωρία της μουσικής. Αργότερα, θα ’μουν γύρω στα 20, όταν πήγα στη Νέα Υόρκη για δουλειά, γνώρισα το Σπύρο Αντωνέλο, ο οποίος μου έκανε μαθήματα κιθάρας.
Αυτός δούλευε τότε εκεί;
Ο Αντωνέλος έπαιζε κιθάρα και μπουζούκι και παλιότερα συμμετείχε στο συγκρότημα Τρίο Ροντέο. Είχε πια σταματήσει να δουλεύει κι έκανε ιδιαίτερα.
Σ’ έχω δει μια φορά με κιθάρα στα χέρια σου κι έχω τρομάξει! Επίσης, οι δεξιοτέχνες μπουζουξήδες της γενιάς του πατέρα σου έπαιζαν εξαιρετική κιθάρα. Γιατί δε συνέχισες ν’ ασχολείσαι με την κιθάρα; Δε σου έκανε αίσθηση;
Δεν είναι ότι δε μου έκανε αίσθηση. Απλώς, όταν είδα αυτό το όργανο σε βάθος, τρόμαξα! Είναι τεράστιο όργανο η κιθάρα και θα ’πρεπε ν’ αφοσιωθώ μόνο σε αυτό. Εγώ όμως δεν ήθελα να παρατήσω το μπουζούκι.
Επέμεινα λίγο στα περί θεωρίας της μουσικής γιατί έχει ακουστεί ότι έχεις τελειώσει μουσικά κολέγια κ.ά.
Όχι, καμιά σχολή, κανένα κολέγιο.
Στην Ελλάδα πότε δούλεψες για πρώτη φορά;
Το 1992. Πρωτοδούλεψα σε μια ταβέρνα στην Καλλιθέα με δυο κιθαρίστες, το Χάρη Πελώνη που είναι κλασικός κιθαρίστας και τον Julio Jara των «Los Paraguayοs» που έπαιζε ρεκίντο κιθάρα. Δεν κάθισα πολύ εκεί. Πήγα ύστερα για λίγο σ’ ένα πιάνο μπαρ στο Κολωνάκι και μετά σ’ ένα μαγαζί στο Αλιβέρι, το «Σεργιάνι». Έπειτα πέρασα …οντισιόν από το Χρήστο Κωνσταντίνου και πήγα μαζί του δεύτερο μπουζούκι στο Βοσκόπουλο και το χειμώνα δεύτερο μπουζούκι στο Βύζα με τη Λίτσα Διαμάντη. Αυτά όλα το ’92.
Αρκετά για μια χρονιά. Νομίζω ότι το πάλεψες αρκετά.
Ναι! Και δεν ήταν εύκολα. Θα πρέπει να σου πω ότι δε στηρίχτηκα στις γνωριμίες του πατέρα μου, στο επώνυμό μου. Στην αρχή ίσως λίγο βοηθήθηκα, σε μικρές δουλειές. Όταν όμως πήγα στις μεγάλες πίστες, δε με βοήθησε κανείς.
Πόσο καιρό δούλεψες στις μεγάλες πίστες;
Σε πρώτη φάση έμεινα για μιάμιση σεζόν. Αναγκάστηκα να φύγω για δυο περίπου χρόνια στην Αμερική. Επέστρεψα το 1995 και πήγα με την Κατερίνα Κόρου στο «Alexander» στην Αχαρνών. Ήταν και ο Ζαφείρης Μελάς τότε εκεί. Έπειτα πήγα στη Θεσσαλονίκη με τον Κώστα Τουρνά.
Τι έπαιζες με τον Τουρνά;
Έβγαινα στις τρεις μέχρι τις τρεις και είκοσι! Έπαιζα ένα σόλο του Dave Brubeck, το «Blue rondo a la Turk» και λίγα λαϊκά. Λίγο κάθισα εκεί. Έπειτα πήγα με τον Αντώνη Βαρδή, όπου έπαιζα μπουζούκι, πλήκτρα κι έκανα και φωνητικά, στο «Αβαντάζ» στη Θεσσαλονίκη και στα «Νέα δειλινά» στη Γλυφάδα. Και πάλι, μετά από μιάμιση σεζόν, φεύγω για δυο χρόνια στην Αμερική. Αυτή τη φορά λόγω προβλημάτων υγείας του πατέρα μου.
Μέχρι πότε δούλευες σε μεγάλες πίστες;
Νομίζω μέχρι το 2009.

Ενδιάμεσα δούλευες και σε μικρά μαγαζιά, όπως δουλεύεις τώρα. Σ' αρέσει πιο πολύ εκεί;
Ναι, είναι καλύτερα στα μικρά μαγαζιά. Υπάρχει αμεσότητα με τον κόσμο, είναι άλλο είδος τραγουδιού, υπάρχει ελευθερία παιξίματος, όχι να σου λέει ο καθένας «μην παίζεις, μην κάνεις, μη ράνεις…». Είναι σπουδαίο πράγμα η ελευθερία για το μουσικό.
Θυμάμαι ένα βράδυ το Σπόρο να μου κάνει παράπονα για σένα. Μού ’λεγε: «Τι δουλειά έχει ο Νίκος να παίζει στου Ψυρρή;»… Μάλλον το θεωρούσε υποτιμητικό να δουλεύεις σε μικρά μαγαζιά...
Ο Σπόρος με είχε σαν παιδί του. Δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Είχαν άλλα μυαλά οι παλιοί. Θεωρούσαν ότι το μεγαλύτερο μαγαζί δίνει και κύρος.
Έχει παίξει ρόλο η κρίση στο ότι δουλεύεις πια μόνο σε μικρά μαγαζιά;
Λίγο. Κυρίως είναι επιλογή μου.
Το ευχαριστιέσαι αυτό που κάνεις;
Βέβαια. Το μόνο που με δυσαρεστεί στους μικρούς χώρους είναι η οχλαγωγία. Δηλαδή φτάνουμε σε σημείο να μην ακούμε τους εαυτούς μας, να είναι οι φωνές του κόσμου πάνω από εμάς. Και αναρωτιέσαι: Γιατί έρχονται να συζητήσουν σε χώρο με ζωντανή μουσική, γιατί δεν πάνε να κάνουν την κουβέντα τους κάπου που να έχει ένα CD player, να έχει έναν υπολογιστή που βαράει ένα playlist… Στις περισσότερες δουλειές παίζω σκέτα. Αλλά και κάποια ενίσχυση να έχεις, αν ανεβάσεις την ένταση, αυτοί φωνάζουν ακόμη πιο δυνατά! Είναι τρομερό. Βέβαια υπάρχει και η άλλη πλευρά. Καμιά φορά με τα παλιά τραγούδια που πιθανόν ο κόσμος δεν τα ξέρει, χάνει το ενδιαφέρον του, κομπλάρει. Έχω ακούσει και τέτοια παράπονα...
Νομίζω ότι εσύ έχεις πιο υποψιασμένο κοινό.
Όχι πάντα. Το βλέπω. Υπάρχει κόσμος που δε γνωρίζει το είδος που παίζουμε, αλλά, να σου πω και κάτι: έχω δει και γνώστες τους είδους και μουσικούς να κάνουν φασαρία κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο.
Τι μαγαζιά προτιμάς; Ταβέρνες, μπαράκια, μουσικές σκηνές;
Όλα αυτά που αναφέρεις μου κάνουν.
Με ποιους μπουζουξήδες έχει συνεργαστεί;
Με τον Κωνσταντίνου, το Ζαφειρίου, το Βύζα, τον Καραντίνη, τον Παναγιώτη Στεργίου, τον Πάππο, τον Τρίγκα, τον Ζαριδάκη. Ας με συγχωρήσουν αν ξεχνάω κάποιους… Με το Θύμιο το Στουραΐτη δούλεψα μαζί στον «Πίκο», αλλά δεν έπαιζα μπουζούκι, έπαιζα μπαγλαμά. Κάποιους παίχτες πρέπει να τους αφήνεις ελεύθερους να παίξουν. Πρέπει να υπάρχει σεβασμός. Τα ντουέτα, ξέρεις, σε περιορίζουν.
Στη δισκογραφία συμμετείχες;
Με «πρώτα» ονόματα δεν έχω παίξει πολλά πράγματα. Έχω όμως παίξει σε πολλά τραγούδια λιγότερο γνωστών καλλιτεχνών. Σε πάρα πολλά! Ούτε θυμάμαι σε ποια... Τώρα τελευταία το ’ψαξα λίγο και βρήκα μερικά.
Ακολουθείς και σ’ αυτό τους παλιούς. Χάνεις και τα «συγγενικά» δικαιώματα...
Παίρνω κάτι λίγα από κάποιες εκπομπές που είχα πάει. Πάντως, από τότε που ’μπλεξα με το τρίχορδο, σπάνια με φωνάζουν στα στούντιο.
Όλα αυτά τα χρόνια έπαιζες και τετράχορδο και τρίχορδο;
Από μικρός έπαιζα μόνο τετράχορδο, εκτός βέβαια από τον τρίχορδο μπαγλαμά μου. Το 1984 είχα έρθει στην Ελλάδα όπου παιζόταν στην τηλεόραση το σήριαλ «Μινόρε της Αυγής». Εντυπωσιάστηκα από τα μπουζούκια με τα λεπτά μανίκια! Λέω «τι είναι αυτό;»... Μου εξήγησε ο πατέρας μου και φαγώθηκα: «Θέλω, θέλω, θέλω...». Πήγαμε στο Ζοζέφ, μαζί με το Γιάννη το Μωραΐτη και μου διάλεξε ο Γιάννης το πρώτο μου τρίχορδο, το οποίο δεν ήταν από τα πρώτα του Ζοζέφ, αλλά από αυτά που «σενιάριζε», που δεν είχαν σφραγίδα δική του. Είχε όμως εκπληκτικό ήχο. Το ’πιασα λοιπόν, αλλά δυσκολευόμουν και τ’ άφησα στην άκρη. Το 1991 μου έκαναν δώρο ένα μπουζούκι του Γιάννη Παπαϊωάννου, ένα φανταστικό τρίχορδο που είχε φτιάξει ο Λαζαρίδης, κι εκεί ξανάρχισα να παίζω, αλλά το παράτησα και πάλι γρήγορα. Το ξανάπιασα το 1995 σε μια εκπομπή, γιατί στα πάλκα έπαιζα πάντα με τετράχορδο.
Ήταν δύσκολο στα μεγάλα μαγαζιά να δουλέψεις με τρίχορδο;
Δύσκολο δεν ήταν...
Υπήρχε κάποιος που δούλευε με το τρίχορδο στις πίστες;
Ο Κωνσταντίνου έπαιζε τρίχορδο.
Και στο Βοσκόπουλο;
Και στο Βοσκόπουλο. Εγώ έπαιζα τετράχορδο και ο Χρήστος τρίχορδο. Δεν ξέρω αν έπαιξε ποτέ του τετράχορδο, πάντως δεν τον είδα ποτέ να κρατάει… Ουσιαστικά στα μαγαζιά ξεκίνησα να δουλεύω με τρίχορδο στα 2005-2006 και από το 2009 άφησα το τετράχορδο εντελώς.
Θυμάμαι το 2010, που σε είχα καλέσει σε μια εκπομπή για το Χιώτη και σου ζήτησα να παίξεις κι ένα κομμάτι με τετράχορδο, μου είχες πει «πάρε έναν άλλο...» [γέλια]
Ναι, δεν ήθελα πια... Κοίταξε, η αλήθεια είναι ότι κακώς το ’χω αφήσει το τετράχορδο. Καλό είναι να τα παίζεις και τα δύο.

Τι σ’ αρέσει στο τρίχορδο;
Είναι πιο χαλαρό το όργανο λόγω κουρδίσματος, γιατί δεν έχει αυτή τη ΦΑ που τεντώνει πάρα πολύ και ασκεί πολύ πίεση στο μανίκι. Αλλά το θεωρώ και μια πρόκληση το τρίχορδο.
Λόγω της πιο δύσκολης ανάπτυξης;
Ναι, δεν μπορείς να περνάς πολύ στις μέσα χορδές, είναι οριζόντια η ανάπτυξή του κι έτσι πρέπει.
Για πες μου για τα δάχτυλα...
Ξέρω τι θα πεις. Για το τέταρτο δάχτυλο...
Ναι. Νομίζω ότι και οι παλιοί δεξιοτέχνες μπουζουξήδες έπαιζαν κυρίως με τα τρία. Σωστά;
Και ο Χιώτης, και ο Σπόρος, και ο πατέρας μου έπαιζαν βασικά με τα τρία δάχτυλα.
Μεταφέρεις τη γνώση και την εμπειρία σου σε νεότερους; Έχεις μαθητές;
Μαθητές τώρα έχω λίγους, πέντε-έξι. Κατά καιρούς όμως έχω δείξει σε πολλούς. Οι περισσότεροι βέβαια ήταν άνθρωποι που έπαιζαν μπουζούκι, συχνά ήταν επαγγελματίες. Σπάνια υπήρχε κάποιος που ξεκίνησε να μάθει κοντά μου.
Σ’ ενδιαφέρει η διδασκαλία;
Αυτή τη στιγμή όχι τόσο...
Ίσως όταν μεγαλώσεις...[γέλια]
Μην το γελάς καθόλου! Πέρα από την πλάκα πάντως, θέλω να το κάνω πιο συστηματικά. Από την άλλη, υπάρχει ένα θέμα: Το μπουζούκι δεν είναι όργανο που μπαίνει σε καλούπια, δεν υπάρχει μία τεχνική, ένας τρόπος παιξίματος. Είναι κάποιοι που έχουν φτιάξει μια φόρμουλα και αυτή ακολουθούν. Αυτό εμένα μ’ εκνευρίζει. Τον ευνουχίζεις τον άλλον όταν του λες «Μόνο έτσι!». Πρέπει να έχεις ανοιχτό μυαλό για να διδάξεις.

Δε νομίζω ότι έχει γίνει κάποια ολοκληρωμένη επιστημονική προσέγγιση στη διδασκαλία του μπουζουκιού, έτσι ώστε να υπάρξουν κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα.
Σωστά. Κάποιοι βάζουν το όργανο σε ένα «ακαδημαϊκό» πλαίσιο χωρίς να υπάρχει τέτοιο υπόβαθρο. Έτσι μοιάζει να βγαίνουν όλοι από ένα καλούπι, παίζουν το ίδιο, ακούγονται το ίδιο, έχουν τον ίδιο τρόπο σκέψης. Αυτό για μένα είναι τραγικό. Ο χειρισμός της πένας για παράδειγμα. Δεν έπιαναν με τον ίδιο τρόπο την πένα οι παλιοί και γι’ αυτό είχαν και χαρακτήρα δικό τους. Μεγάλη υπόθεση αυτό. Επίσης θα ’πρεπε να υπάρχει κι ένα σοβαρό πρόγραμμα σπουδών για το μπουζούκι. Έχω δει παιδιά που πηγαίνουν σε δασκάλους και δεν έχουν καμία γνώση π.χ. για το ποιοι ήταν οι προπολεμικοί παίκτες του μπουζουκιού, τι έπαιξαν. Δεν έχουν ακουμπήσει τα ντουζένια, δεν ξέρουν τι είναι, ποια είναι. Δηλαδή, σπουδάζεις κάτι, οφείλεις να το μάθεις απ’ την αρχή, όχι απ’ τη μέση. Δεν ξεκινάει το μπουζούκι τη δεκαετία του ’50, ασχέτως αν οι δεξιοτέχνες αυτής της εποχής το πήγαν σε μια καινούρια διάσταση. Όλο το πριν τι γίνεται;
Μα το μπουζούκι έγινε το πιο αγαπητό όργανο πριν εμφανιστούν οι δεξιοτέχνες του ’50.
Γιατί, ο Χαλικιάς δεν ήταν δεξιοτέχνης; Πόσοι έμαθαν μπουζούκι ακούγοντας το «Μινόρε του τεκέ»;
Ο Παπαϊωάννου για παράδειγμα...
Ακριβώς! Και πόσοι άλλοι δεν έπαθαν ζημιά με αυτό το κομμάτι.
Νομίζω –κι αν κάνω λάθος να με διορθώσεις– ότι υπάρχουν σήμερα πιο πολλοί καλοί λαϊκοί μουσικοί από ποτέ!
Όντως, σήμερα υπάρχουν τα Μουσικά Σχολεία, υπάρχει το ΤΕΙ της Άρτας και βγαίνουν σπουδαγμένα παιδιά. Όμως ανησυχώ πολύ για το τι θα παίξουν και κυρίως πού θα παίξουν! Κάθε χρόνο και χειρότερα!
Γράφεις τραγούδια;
Τραγούδια όχι. Μουσικές μόνο. Τώρα μάλιστα ετοιμάζω μια καινούργια δουλειά.
Λαϊκές μουσικές;
Και λαϊκές μουσικές, και παραδοσιακά παιξίματα, αλλά και κάποιες νέες προτάσεις για το όργανο.

Κατά καιρούς σ’ έχω ακούσει να παίζεις κι άλλα πράγματα, να πειραματίζεσαι.
Αυτό φαίνεται και στη μουσική που γράφω. Παλιά πειραματιζόμουν περισσότερο. Μάλιστα κάποτε είχαμε κι ένα κουαρτέτο και παίζαμε διάφορα, με δυο κιθάρες, μπουζούκι και κοντραμπάσο.
Οι μουσικοί με τους οποίους συνεργάζεσαι, ειδικά οι νεότεροι, γράφουν καινούργια πράγματα;
Νομίζω ότι κάτι γίνεται. Όμως το ζήτημα είναι ποιος θα τα προωθήσει...
Μόνο μέσω διαδικτύου...
Βασικά ναι...
Σε ρωτάω γιατί, στο παρελθόν, σε εποχές κρίσης οι λαϊκοί μας δημιουργοί μεγαλούργησαν, τραγουδώντας τα προβλήματα του κόσμου. Σήμερα;
Δε βλέπω να γίνεται κάτι αντίστοιχο σήμερα.
Να ρωτήσω κάτι τελευταίο: Πόσα μπουζούκια έχεις;
Τώρα δεν έχω πολλά. Υπήρξε όμως μια εποχή που είχα γίνει μανιακός συλλέκτης. Είχα όργανα από όλες τις εποχές του μπουζουκιού. Από το 1911, το 1927, το 1956, το 1960, πολλά όργανα.
Έψαχνες και για τα μπουζούκια του πατέρα σου;
Ναι. Έχω πολύ φωτογραφικό υλικό και πάντα αναρωτιόμουν τι απέγινε κάθε όργανο.
Ήταν καλύτερα τα παλιά μπουζούκια;
Δε θα ’λεγα καλύτερα ή χειρότερα. Και τώρα φτιάχνονται πολύ καλά μπουζούκια. Έχει όμως αλλάξει το ηχόχρωμά τους. Αυτό έχει να κάνει και με τη μουσική που παίζουμε σήμερα, η οποία δεν έχει τα ίδια χρώματα που είχε κάποτε. Το σίγουρο είναι ότι τα καλά μπουζούκια αντέχουν στο χρόνο. Όπως και τα καλά τραγούδια.