Συνεντεύξεις, κουβέντες, συζητήσεις...

Ο δεξιοτέχνης λαϊκός μουσικός Χρήστος Κωνσταντίνου έφυγε από κοντά μας την 21η Μάρτη του 2015. Όμως τα τραγούδια του και οι πενιές του θα συνεχίσουν να μας συνοδεύουν για πολύ ακόμη. Το ίδιο και οι θύμησες από τις συναντήσεις μας.

Δεκέμβρης του 2008, δυο μέρες μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, είχα καλεσμένο στον «902 Αριστερά στα FM» το Χρήστο Κωνσταντίνου σε ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή, με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου «Κάνω τη ρίζα μου φτερό». Μαζί του ήταν οι τραγουδίστριες Εβελίνα Αγγέλου και Κατερίνα Μακρή, ο κιθαρίστας Θανάσης Ζαχαρόπουλος και ο μπουζουξής Νίκος Τατασόπουλος. Ο τελευταίος, μάλιστα, έπαιξε μπαγλαμά, καθώς για δύο μέρες δεν είχε καταφέρει να πάρει ένα μπουζούκι από το σπίτι του (πίσω απ’ το Πολυτεχνείο) που ήταν αποκλεισμένο από τα συνεχή χημικά των ΜΑΤ.

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι μέρος της συνολικότερης συζήτησης που έγινε, όχι μόνο «στον αέρα», αλλά και κατά τη διάρκεια κάποιων «κονσέρβα» τραγουδιών, καθώς και των διαλειμμάτων.

Είναι ο πρώτος σου δίσκος;

Με δικά μου τραγούδια ναι. Έχω κάνει κι ένα δίσκο με ορχηστρικά παλιότερα στη Γαλλία (σ.σ. «Bouzouki et Touberleki: Christos Constandinou, Yorgos Yevyelis» το 1990), αλλά τραγούδια είχα γράψει ελάχιστα.

Άργησες! Νομίζω ότι υπάρχει πια ανάγκη να γραφτούν νέα λαϊκά κομμάτια. Έχουμε αρχίσει και ξεμένουμε…

Η ανάγκη ήταν δική μου, να ξομολογηθώ και να τσεκαριστώ κατά πόσο αυτά που γράφω αφορούν τον κόσμο. Γιατί αν νιώθεις κάτι που δεν αφορά τον υπόλοιπο κόσμο, το κρατάς για τον εαυτό σου. Αν όμως πιστεύεις ότι αφορά κι άλλους, τότε έχεις χρέος να το εκδώσεις, όπως έχεις χρέος να λες τις απόψεις σου.
[…]

Υπάρχει μια ανασφάλεια όταν είσαι μουσικός, ως προς το όμορφο. Αν δηλαδή καταλαβαίνεις τι είναι όμορφο, τι είναι ωραίο και το κυνηγάς συνέχεια. Και δεν υπάρχει μέτρο για να μετρήσεις το όμορφο, ούτε υπάρχει κάποιος να σου πει ποιο είναι.

Ο καλός παίχτης έχει ανασφάλειες;

Εγώ δεν ξέρω αν παίζω καλά. Ούτε θα το μάθω ποτέ μου αυτό. Πρέπει να σου ότι παλιότερα, όταν συναντούσα τον Ιορδάνη Τσομίδη, ένα μυθικό μπουζουξή, τον «τελευταίο των Μοϊκανών», τον ρώταγα: «Μαέστρο παίζω καλά;». Μου λέει: «Θα σου απαντήσω». Τον ρώταγα και τον ξαναρώταγα. Κάποια στιγμή, μετά από δυο-τρία χρόνια, μου λέει: «Μη στενοχωριέσαι. Όλοι καλά παίζουμε!»… Ε λοιπόν, δε στενοχωριέμαι πια. Όλοι παίζουμε καλά. Αρκεί να παίζουμε αληθινά. Όποιος παίζει αληθινά, παίζει καλά.
[…]

Έχεις παίξει με πάρα πολλούς: Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Μπιθικώτσης, Ξυλούρης, Μοσχολιού, Νταλάρας, Χρόνης Αηδονίδης, Δόμνα Σαμίου και πάρα πολλά χρόνια στη νύχτα με πρώτα ονόματα.

Να σου πω… Ελπίζω να μη θίξω κανέναν, αλλά στο σπίτι μου έχω δυο φωτογραφίες: Στη μία είμαι με τον Παπαϊωάννου και στην άλλη είμαι με τον …Παπαϊωάννου.

Πες μου για τον Παπαϊωάννου.

Η πρώτη μου δουλειά όταν ήρθα στην Ελλάδα ήταν με το Γιάννη Καραμπεσίνη. Εκεί με άκουσαν οι Τσιτσάνης - Παπαϊωάννου και με πήραν μαζί τους στο «Χάραμα». Έκατσα μαζί τους τρεισήμισι σαιζόν.
[…]

Άκου μια ιστορία που θυμήθηκα: Θα ήταν το ’71. Είχαμε έναν ντράμερ ο οποίος «έτρεχε», ήταν πάντα μπροστά. Και τα ζεϊμπέκικα, ξέρεις, πρέπει να είναι στιβαρά, να πατάνε. Του ’λεγε ο μπαρμπα-Γιάννης «Μην τρέχεις, μην τρέχεις…», αυτός δεν το καταλάβαινε. Μια μέρα, χόρευε κάποιος, φωνάζει στον ντράμερ ο μπαρμπα-Γιάννης:
- Τον βλέπεις αυτόν που χορεύει;
- Ναι μπαρμπα-Γιάννη.
- Ε λοιπόν δε χορεύει!
- Τότε τι κάνει;
- Πετάει! Κατάλαβες; Πετάει! Γιατί λοιπόν θες να τον κατεβάσεις πιο νωρίς κάτω;

[…]

Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν ένας πέρα για πέρα αληθινός άνθρωπος. Ο Καζαντζάκης θα έλεγε «αυτοπραγματωμένος». Αυτό που πίστευε, αυτό που έλεγε, αυτό που έπαιζε, αυτό που χόρευε ήταν ένα. Πιστεύω ότι ήταν ένας άνθρωπος μοναχικός, αλλά καταλάβαινε τη μοναξιά όλου του κόσμου. Κι όταν έπαιζε για τους άλλους, γινόταν –να το πω κουλτουριάρικα– η μέθεξη. Τον άκουγα και νόμιζα ότι παίζω εγώ, έτσι θα ’θελα παίζω. Το ίδιο φαντάζομαι ότι ένιωθαν και οι άνθρωποι που τον ακούγανε. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε…

Λένε ότι έπαιζε και κάτι ταξιμάκια… [γέλια] Έχεις πάρει στοιχεία του στα ταξίμια σου, δηλαδή ρίχνεις κάτι πενιές που θυμίζουν Παπαϊωάννου.

Κοίταξε, κλέβω απ’ τον μπαρμπα-Γιάννη. Αλλά αυτό που πρέπει να πάρει κανείς από αυτούς τους ανθρώπους και από το Μάρκο, και από τον Τσιτσάνη δεν είναι αυτό που παίζουν, αλλά τη στάση τους. Είναι πολλοί που, π.χ., κοπιάρουν το Μάρκο και νομίζουν ότι παίζουν Μάρκο. Όμως ο Μάρκος έπαιζε τον εαυτό του. Αυτό είναι το μάθημα! Αν θες να παίξεις σαν το Μάρκο, πρέπει να παίξεις σαν τον εαυτό σου. Να είσαι αληθινός, να παίζεις αυτό που νιώθεις.

ψάξε στον μπαγλαμά

μας διαβάζουν τώρα...

19 αναγνώστες

Με τη συνέχιση της περιήγησής σας στο baglamas.gr αποδέχεστε τη χρήση των cookies.

ΕΝΤΑΞΕΙ!